- ανάβαρος
- -η, -οομη βαρύς, άβαρος, ελαφρύς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* υποκορ. + βάρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανα- — (I) (< πρόθ. ἀνά) στις διαλέκτους στις οποίες ισχύει η αποκοπή τών προθέσεων (Αιολική, δυτ. διάλεκτοι, Αρκαδική), ο τ. ἀνα εμφανίζεται με τη μορφή ἀν . Με αφομοίωση προς το σύμφωνο που ακολουθεί μπορούν να προκύψουν οι παραλλαγές ἀλ , ἀμ , ἀγ … Dictionary of Greek